- κινησίπολος
- κινησίπολος, -ον (Α)αυτός που κινεί τον ουράνιο θόλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι- (< κινῶ) + -πόλος (< πόλος «ουράνιος θόλος»), πρβλ. πυρί-πολος, υψί-πολος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινησιπόλους — κινησίπολος heaven shaking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)